Ästhetik - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Ästhetik - translation to Αγγλικά


Ästhetik         
n. esthetics, appreciation of beauty; keen sense of taste; branch of philosophy dealing with the nature of beauty; aesthetic sense, sense of the beautiful
aesthetics      
n. Ästhetik, Schönheitslehre
esthetics      
n. Schöngeist, Ästhetik

Βικιπαίδεια

Ästhetik
Ästhetik (von „Wahrnehmung, Empfindung“) war bis zum 19. Jahrhundert vor allem die Lehre von der Schönheit, von Gesetzmäßigkeiten und Harmonie in der Natur und Kunst.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Ästhetik
1. Die Ästhetik spielt in den Vereinigten Staaten keine Rolle.
2. AFP Computerbild des geplanten Airbus–Auslieferungszentrums Toulouse÷ Ästhetik von Dr.
3. Das ergibt dann so eine Ghetto–Ästhetik mit Maschendrahtzaun, fehlen nur noch die brennenden Mülltonnen.
4. Ab Mitte der Sechziger entstanden seine Collagen, die raffiniert mit der Ästhetik der Produktwerbung spielten.
5. DESIGNKLICKS" border="0"> Momentaufnahmen einer neuen Ästhetik: Vom schönen Schein zum wahren Kern.